12 Απρ 2014

Η διδακτική ιστορία πίσω από την «έξοδο στις αγορές»

  Θέμης Τζήμας 

  Πέρα από την οργή για τις προκλητικές θριαμβολογίες της κυβερνητικής προπαγάνδας περί δήθεν επανόδου της Ελλάδας στις αγορές υπάρχει μια διδακτική ιστορία, που αν δεν την αντιληφθούμε σε όλο της το μέγεθος είμαστε καταδικασμένοι να πέφτουμε διαρκώς ως λαός στις ίδιες παγίδες. 

  Ας πάμε λίγο πίσω, στο όχι και τόσο μακρινό 2010, παραμονές της εισόδου της χώρας στο μηχανισμό στήριξης. 

  Κάποιοι λίγοι τότε- και ευτυχώς είναι καταγεγραμμένα αυτά- λέγαμε τρία πράγματα: 

  πρώτον, ότι η χώρα έπρεπε να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους της ακόμα και μονομερώς. 

  Δεύτερον, ότι δεν έπρεπε να σταματήσει να προσφεύγει στις «αγορές» για δανεισμό, διότι και ένα ακόμα επιτόκιο τις τάξης του 5% με 5%+ ή και του 6% ήταν προτιμότερο από την ένταξη σε ένα μηχανισμό, με συμμετοχή μάλιστα και του ΔΝΤ. 

  Τρίτον, ότι το κύριο πρόβλημα της χώρας δεν ήταν η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου αλλά η γενική καπιταλιστική κρίση που ήδη τότε είχε λάβει και στην Ελλάδα τη μορφή της ύφεσης, της παραγωγικής απίσχνασης κλπ. 

  Η απάντηση τότε αλλά και τα επόμενα χρόνια όσων εξουσίαζαν και εξουσιάζουν ακόμα- έστω και διά άλλων πολιτικών εκπροσώπων- το λαό ήταν ότι: 

  πρώτον, όσοι τολμούσαμε να μιλήσουμε για αναδιάρθρωση χρέους ήμασταν προδότες και άσχετοι. 

  Δεύτερον, ότι οι αγορές κλείσανε για την Ελλάδα. 

  Τρίτον ότι η Ελλάδα ως μια διεφθαρμένη χώρα είχε κρίση χρέους και δανεισμού του δημοσίου, ως το κύριο πρόβλημά της. 

  Αν αυτό διορθωνόταν θα διορθωνόταν και όλα τα άλλα. 

  Και βεβαίως ότι για να διορθωθεί αυτό το πρόβλημα υπήρχε μια λύση: 

  μαζική φτωχοποίηση και ανεργία, υποτίμηση των αξιών και κατάργηση κοινωνικών δικαιωμάτων- ο συνδυασμός που κατά προκλητικό ευφημισμό αποκαλείται και ως λιτότητα. 

  Χάρη διαδοχικά στις κυβερνήσεις Παπανδρέου- Βενιζέλου, Παπαδήμου- Παπανδρέου- Σαμαρά- Βενιζέλου, Σαμαρά- Βενιζέλου- Κουβέλη και πλέον Σαμαρά- Βενιζέλου και βεβαίως στη μιντιακή χούντα, η δεύτερη άποψη κυριάρχησε. 

  Μάλιστα ακόμα και ευρύτατα τμήματα της αριστεράς έχοντας απολέσει την πολιτική ηγεμονία άθελά τους προσχώρησαν ή αποδέχτηκαν τμήματα της συστημικής επιχειρηματολογίας. 

  Τι έγινε μετά; 

  Με άλλοθι ότι δήθεν οι αγορές ήταν κλειστές για την Ελλάδα- ενώ απλά οι αγορές τιμολογούσαν διαφορετικά, δηλαδή ακριβότερα σε σχέση με το παρελθόν τα ελληνικά ομόλογα- η χώρα περιορίστηκε σε μια πηγή δανεισμού, τον περιβόητο μηχανισμό στήριξης. 

  Συνειδητά λοιπόν οι κυβερνήσεις μας περιόρισαν τις επιλογές της χώρας ως προς την άντληση χρημάτων, στην εξής μία, στην τρόικα, δηλαδή στην καλή θέληση της καγκελαρίας του Βερολίνου και στο ΔΝΤ. 

  Αφότου ενταχθήκαμε στο μηχανισμό στήριξης επειδή δήθεν είχαν κλείσει οι αγορές για την Ελλάδα, τα επιτόκια δανεισμού στα δεκαετή και πενταετή ομόλογά του ελληνικού δημοσίου έφτασαν πράγματι σε δυσθεώρητα ύψη. 

  Ακόμα κι έτσι όμως το ελληνικό δημόσιο εξακολούθησε να προσφεύγει στις «αγορές» δανειζόμενο με έντοκα γραμμάτια του δημοσίου. 

  Δηλαδή αντί η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης να καθησυχάζει τις αγορές κατέτασσε το ελληνικό δημόσιο από πλευράς κοστολόγησης των ομολόγων του περίπου σε καθεστώς αποτυχημένου κράτους. 

  Κατόπιν, αφού δηλαδή οι κυβερνήσεις μας, το μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο και βεβαίως ξένες κυβερνήσεις έδεσαν χειροπόδαρα τη χώρα, κάθε υπουργός οικονομικών που –δε- σεβόταν τον εαυτό του εμφανιζόταν στη Βουλή και έλεγε το εξής απλό: «βρείτε μου τόσα δις ευρώ, αλλιώς βγάλτε το σκασμό και ψηφίστε ό,τι ζητάει η τρόικα». 

  Έτσι με την εδρασμένη στο ψέμα των κλειστών αγορών επιχειρηματολογία υλοποιήθηκαν μια σειρά βιαιότατων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στο εσωτερικό της χώρας και δραματικού περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας, προς νεοαποικιακή κατεύθυνση σε κάθε επίπεδο μεταξύ των οποίων και στη σύσταση του δημοσίου χρέους. 

  Παράλληλα, το τελευταίο εκτοξεύθηκε από περίπου 120% το 2010 στο 174% το 2014, ενώ και το ιδιωτικό χρέος πνίγει τον πληθυσμό. 

  Ας μην παρασυρθούμε όμως στην περιγραφή της καταστροφής και της ερήμωσης που επέφεραν οι αναδιαρθρώσεις αυτές οι οποίες συνεχίζονται. Να πάμε στο εξής ερώτημα: 

  «έστω κι έτσι» θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, « ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η εθελούσια απόσυρση από τις αγορές το 2010 ήταν μια κακή επιλογή και ότι έπρεπε να έχει λάβει χώρα μια αναδιάρθρωση χρέους από τότε, δεν είναι θετικό ότι έστω τώρα δανειζόμαστε με ένα επιτόκιο της τάξης του 5% σε μακροπρόθεσμα ομόλογα μετά από 4 χρόνια;» 

  Η απάντηση είναι ίσως πιο απλή από όσο φαντάζεται κανείς. 

  Καταρχήν να παραπέμψω στο άρθρο του Π. Παναγιώτου που με πολύ απλό τρόπο δείχνει ότι το επιτόκιο δανεισμού στην πραγματικότητα είναι 6,44%, δηλαδή ίσο με το επιτόκιο που σήμανε το «κλείσιμο» των αγορών- μόνο που τότε τουλάχιστον, το δημόσιο χρέος ήταν 120%, ενώ τώρα 174%. 

  Παρόλα αυτά, αν η έξοδος στις αγορές συνοδευόταν με ρήξη με το μηχανισμό στήριξης και με την ουσία των μνημονικών πολιτικών, αν είχε ως στόχο τη χρηματοδότηση ισχυρών δημοσίων επενδύσεων για παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση, τότε ακόμα και μεγαλύτερο κόστος θα άξιζε να καταβληθεί. 

  Στην ελληνική περίπτωση όμως έχουμε και τα δύο «κακά» μαζί: 

  και υψηλότερο επιτόκιο λόγω της εξόδου στις αγορές και μνημόνια, τόσο σε ό,τι αφορά τις βίαιες αναδιαρθρώσεις που εξακολουθούν να υλοποιούνται, όσο και σε ό,τι αφορά την άμεση δέσμευση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας σε όλα τα μεγαλύτερης και μικρότερης σημασίας ζητήματα. 

  Κοινώς πανηγυρίζουμε γιατί «ξανά- άνοιξαν» οι αγορές που δεν είχαν κλείσει ποτέ, γιατί δανειστήκαμε με επιτόκιο που 4 χρόνια πριν με πολύ μικρότερο δημόσιο χρέος θεωρούσαμε απαγορευτικό, γιατί και δανειζόμαστε ακριβά και συνεχίζουμε να έχουμε αυτούσια την ουσία της μνημονικής πολιτικής, δηλαδή το συνδυασμό δημοσιονομικού ζουρλομανδύα και νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας. 

  Αυτά τα πανηγύρια μάλιστα ένα μέρος του ελληνικού λαού τα συμμερίζεται, παρότι παραμένει θύμα της κρίσης. 

  Μάλιστα- και εδώ ιδίως ένα τμήμα της αριστεράς φέρει βαριά ευθύνη- ακόμα και μετά το τυπικό τέλος των μνημονίων, η χώρα θα ενταχθεί σε νέο, χειρότερο «μνημόνιο», λόγω της δημοσιονομικής συνθήκης της ευρωζώνης, γεγονός που κρύβει η κυβέρνηση από το λαό. 

  Η διδακτική ιστορία λοιπόν είναι η εξής: 

  πρώτον, η κρίση δανεισμού και χρέους της χώρας και διεθνώς, όχι μόνο αποτελεί απλά μία- και όχι τη χειρότερη- εκδοχή της καπιταλιστικής κρίσης αλλά επιπλέον συνιστά το τέλειο πρόσχημα επιβολής ληστρικών για τους λαούς αναδιαρθρώσεων προς όφελος των ελίτ. 

  Δεύτερον, η αριστερά και διά αυτής ο λαός, όσο προσχωρεί στην επιχειρηματολογία του αντιπάλου, είτε η επιχειρηματολογία αυτή αφορά την ανάγνωση της κρίσης, είτε το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου κανείς καλείται να δράσει- πχ. Ευρωζώνη- τόσο θα βγαίνει διαρκώς χαμένη- ος και αποπροσανατολισμένη- ος. 

  Με άλλα λόγια, το χυδαίο κυβερνητικό θράσος βασίζεται στη δική μας αδυναμία να ξεσκεπάσουμε το ψέμα και να δράσουμε ενάντια στην καταλήστευση του πλούτου και των δικαιωμάτων του λαού. 

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-didaktiki-istoria-piso-apo-tin-%C2%ABeksodo-stis-agores%C2%BBhttp://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-didaktiki-istoria-piso-apo-tin-%C2%ABeksodo-stis-agores%C2%BB

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.